εὐαίσθητος

εὐαίσθητος
εὐαίσθ-ητος, ον, ([etym.] αἰσθάνομαι)
A with quick senses or keen perceptions,

περί τι Pl.Lg.812b

;

ἐλέφας εὐ. ζῷον Arist.HA 630b21

: [comp] Comp. -ότερος Pl.Ti.75c;

τῆς καρδίας τὴν ὑπερῴαν -οτέραν ἔχειν Plu.2.14d

: [comp] Sup.

ὁ ἄνθρωπος -ότατος τῶν ἄλλων ζῴων Arist.PA 660a20

; τὸ εὐ., = εὐαισθησία, Gal.10.387. Adv. -τως, ἔχειν τινός have keen perceptions of . . , Pl.Lg.670b, cf. 661b: [comp] Comp. -οτέρως

, ἔχειν περὶ ὥρας καὶ μηνῶν καὶ ἐνιαυτῶν Id.R.527d

.
II of things, easy to perceive, Arist.Cael.289a7 ([comp] Comp.), Plu.2.956f.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐαίσθητος — with quick senses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαίσθητος — η, ο (ΑΜ εὐαίσθητος, ον) αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται γρήγορα τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ αυτούς), ο ευπαθής, ο εύθικτος νεοελλ. 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές… …   Dictionary of Greek

  • ευαίσθητος — η, ο 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα, αλλ. ευπαθής. 2. για όργανα μέτρησης, αυτός που δείχνει μεγάλη ακρίβεια: Ευαίσθητη ζυγαριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐαισθητότερον — εὐαίσθητος with quick senses adverbial comp εὐαίσθητος with quick senses masc acc comp sg εὐαίσθητος with quick senses neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαισθητοτέρων — εὐαίσθητος with quick senses fem gen comp pl εὐαίσθητος with quick senses masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαισθητότατον — εὐαίσθητος with quick senses masc acc superl sg εὐαίσθητος with quick senses neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαισθήτως — εὐαίσθητος with quick senses adverbial εὐαίσθητος with quick senses masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαίσθητον — εὐαίσθητος with quick senses masc/fem acc sg εὐαίσθητος with quick senses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαισθητοτάτους — εὐαίσθητος with quick senses masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαισθητοτέροις — εὐαίσθητος with quick senses masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαισθητοτέρους — εὐαίσθητος with quick senses masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”